Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Παλιές γειτονιές

Σήμερα εγύριζα στην παλιά Λευκωσία. Είσιεν πολλήν τζιαιρόν να χρειαστώ κάτι που τζιήνες τες γειτονιές. Παλιά, τον τζιαιρόν που ήμουν μαθήτρια, επαίρνουν πολλά συχνά.
Εγύρευκα έναν παλιόν κλειδαρά γιατί εχρειάστηκα έναν "παλιό μαγικό κλειδί".
Τελικά είπαν μου να πάω λίον πιο κάτω τζιαι έσιει έναν παππούν που κάμνει.
Ήταν έναν πολλά μιτσίν, από ότι εφαίνετουν μαχαζούιν αλλά ήταν κλειστόν.
Εμπήκα δίπλα στον γείτοναν. Έκαμνεν καρέκλες τόνενες. Είπεν μου ότι ο παππούς ήταν άρρωστος. Έπαθεν μόλυνση το σιέριν του είπεν μου. Τζιαι μετά άρκεψεν τζιαι ελάλεν μου για τον παππούν που εν κοντά στα 80 μα έρκεται κάθε μέρα που το ξιφώτην τζιαι αρκεύκει τζιαι πελεκά τα σίερα να κάμει κλειθκιά. Εν έσιει άλλον μες την Λευκωσίαν λαλεί.
Επαρατήρουν το μαγαζίν του γείτονα. Γεμάτον ξύλα τζιαι καλάμια. Ήβρα το πολλά ενδιαφέρον. Επαγγέλματα που κάποτε ήταν στις δόξες τους, τωρά εμείναν ένα - δκυό γερούθκια τζιαι συντηρούν τα.
Μεταφέρουν σε άλλες εποχές. Γεμάτον ανθρωπιάν. Τζιαι οι ίδιοί οι άνθρωποι. Σαν να μεν τους έντζισεν ο χρόνος. Εμιλούσαμεν σαν να τζιαι εξέραμεν ο ένας τον άλλον που χρόνια.
Μετά επέρασα που έναν παλαιοπωλείο.
Εν εξαναμπήκα σε παλαιοπωλείο. Ήταν γεμάτον χώμα, σκόνη τζιαι έναν σωρόν παλιοπράματα. Εν είσιεν όμως μαγικά κλειδιά. Ήταν περίεργο γιατί ήβρα τον πολλά μαγικόν τον χώρον. Ένιωσα σαν το μωρόν. Αν εγίνετουν ήταν να αρκέψω να νεκουτρεύκω.
- Μα ήντα ωραία φεντζιανούθκια
- Τι πολυέλαιος περίεργος, ποιος εννα τον ήσιεν;

Τελικά τα μαγικά κλειδιά για σήμερα τα βρήκα σε ένα μοντέρνο κατάστημα.
Ήταν τέσσερα μικρά κλειδιά σε χρυσαφί χρώμα, με όμορφη διακόσμηση.
Μόλις τα πήρα στα χέρια μου, κτύπησε το τηλέφωνό μου και είχα καλά νέα για κάποια δουλειά.
Όταν θα τα πλήρωνα, η κοπέλα είπε να τα έχω πάντα μαζί στην είσοδο του σπιτιού γιατί έχουν καλό φενκ σιούι και φέρνουν τύχη.....

Αναρωτιέμαι αν και τα κλειδιά του παππούλη φέρνουν τύχη.
Εύχομαι να αναρρώσει σύντομα και να τον γνωρίσω.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Τιρκουάζ φόρεμα



Σάββατο βράδυ.
Οι νιόνυμφοι δέχονται συγχαρητήρια μέχρι τις 10.
Στο Sandy Beach.
Προλαμβαίνω άνετα.
Διαλέγω το τιρκουάζ φόρεμα.
Είναι ένα από τα αγαπημένα μου.
Δεν είναι καινούργιο. Μα όποτε το έχω φορέσει έχω περάσει όμορφα.
Ίσως να ναι μαγικό. Ποιος ξέρει;

Μπαίνω στην είσοδο του ξενοδοχείου και προχωρώ προς τον κήπο.
Είναι τόσο όμορφα εδώ.
Νιώθω όμορφη. Κλεφτές ματιές, αχνά χαμόγελα και πάει η αυτοπεποίθηση
στο αποκορύφωμα.

Κοιτάω το νερό στην πισίνα.... Δεν κατάφερα να πάω στη θάλασσα σήμερα.
Δεν ξέρω αν θα πάω αύριο.
Μα έχω το λιγοστό νερό εδώ να μου κρατήσει συντροφιά.

Μου λείπει η Συντροφιά του.
Σύντροφε....

Προχωρώ μόνη μέσα στο πλήθος.
Ψάχνω τις μορφές, τα πρόσωπα, τις περίεργες μύτες και τα γυαλιστά φορέματα.
Μα δεν βλέπω κανένα γνωστό.

Χαιρετώ τους νιόνυμφους και προχωρώ στον κήπο.
Διαλέγω ένα κόκκινο κόκταιλ και τσιμπώ κάτι από τις πιατέλες.
Πλησιάζω τον φράκτη. Κοιτάω τη θάλασσα.

Ένα χέρι ακουμπά τη μέση μου.
Μου κόβει την ανάσα.
Το νιώθω οικείο. Το δέχομαι.
Μένω ακίνητη μα η καρδιά τρέχει.

- Κουκλί 'μ.
- Φεγγάρι 'μ.

Γυρνάω.
Τον κοιτάω στα μάτια.
Χαμογελώ.
Χαμογελά.

Τον αγκαλιάζω.
Σφίγγω τη λιγνή φιγούρα στην αγκαλιά μου.
Προσεκτικά.
Σαν ναναι από κρύσταλλο.
Μην σπάσει.


Χαμογελάω πονηρά.

- Θυμάσαι τι θέλω πολύ;
- Ναι, μόνο αν θυμάσαι κι εσύ τι θέλω.

Γελάω. Ξεφεύγω.

- Καλά, θα δούμε.

Περνάω το χέρι μου στο μπράτσο του.
Βγαίνουμε έξω, στην άμμο, πάμε κοντά στη θάλασσα.
Μέσα στο νερό.
Το τιρκουάζ ενώνεται με το μπλε.
Το φεγγάρι κατεβαίνει.

Το χέρι μου φέγγει.
Αγγίζω δειλά τις μπούκλες.
Τα χείλη μου τρεμοπαίζουν.
Τα δάκτυλα τεντώνουν.
Περνάνε μέσα στα μαλλιά του.

- Μόνο εσύ!
- Το ξέρω!
Καθόμαστε στις πλαστικές καρέκλες.
Κοιτάω το φεγγάρι, τα μάτια του, τη θάλασσα, το χαμόγελό του,
τα στραβά δόντια, τα μαλλιά του.
Τα ξεμπλέκω.
- Θα κρατήσω μια τούφα για να κοιμάται η καρδιά μου.
- Δεν θα μου αφήσεις τρίχα όπως πας.
- Καλάααα :-(
Περπατώ στην παραλία. Προσπαθώ να βρω τρόπο να βγω στο δρόμο.
Να πάω στο αυτοκίνητο.
Μην περάσω ανάμεσα στον κόσμο με ένα βρεγμένο φόρεμα
και μια τούφα ελπίδες στην καρδιά.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Φόβος

Πόσος φόβος μπορεί να κρύβεται πίσω από ένα χάδι;

Ένα χαμόγελο.

Όλα εκείνα που δίνουν οι άνθρωποι για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μου.

κλειδιά που ξεκλειδώνουν τη μια πόρτα μετά την άλλη.
Μπαίνουν στον πύργο μου.
Σπάνε τις πόρτες με το χάδι και τη γλύκα τους.
Διαπερνάνε.
Μέσα μου.
Πέρα από τις άμυνες.

Η μια πόρτα.
Μετά την άλλη.
Ανοίγουν.
Δίοδος.

Άδεια εισόδου.

και μετά;
τι;

πέφτουν οι μάσκες.
βγαίνουν τα τέρατα.
μεγάλα δόντια και κέρατα
και με κυνηγάνε
τρέχω
τρέχω
τρέχω

στοπ.
φτάνει.
γύρνα αργά.
σταθερά.
και δες κατάματα.
το διάολο στα μάτια.

νίκησέ τον.
μπορείς.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Διστάζω...

.... να γράψω απόψε.

Μ' αρέσει οι λέξεις μου να έχουν όμορφο χρώμα.
Και οι δικές μου απόψε είναι πράσινο σκούρο.

Νιώθω πολύ έντονα σήμερα.
Είχα πολλά να κάνω, είχα αγωνία για μια συνάντηση που
πήγε πολύ πολύ καλά. Καλύτερα από ότι περίμενα ίσως.
Γέμισα από μεγάλη χαρά και ικανοποίηση.

Τόση που το σύστημα του εγκεφάλου μου έπαθε data overflow.

Νιώθω βαθειά συγκίνηση γιατί βρήκα αναγνώριση για ένα δημιούργημά μου.
Το πιο αγαπημένο μέχρι στιγμής.
Όχι μόνο αναγνώριση αλλά και αξιοποίηση στο βαθμό που του αξίζει.

Το συναίσθημα είναι καινούργιο.
Δεν έχει όνομα.
Μόνο χρώμα.
Αυτό το βαθύ πράσινο, λαδί ίσως....

Ίσως να είναι όπως το λάδι. Συμπικνωμένη ενέργεια.
Ώθηση για μια δημιουργική χρονιά.

Σκέφτομαι τα παιδιά που θα δω σε λίγες μέρες.
Περιμένουν με αγωνία το βιβλίο μου.
Ο δάσκαλος τους το πήρε απόψε για να τους το δώσει.
Μια ολόκληρη χρονιά θα είναι το επίκεντρο και η ώθηση για δημιουργία.

Θέλω να γονατίσω
μπροστά από μια ελιά
με το λαδί χρώμα
και να δοξάσω το Θεό.

Δεν ξέρω το όνομα αυτού του συναισθήματος.

Αν το ξέρεις πες μου.
Οι δικές μου λέξεις είναι λίγες πια.......

Ζήσε με αυτά που έχεις....

... κι όχι με αυτά που θα ήθελες να έχεις.

Γιατί αν σκέφτεσαι αυτά που δεν έχεις, αν νιώθεις συνεχώς την έλλειψη,
ζεις σε ένα κόσμο ανύπαρκτο, φανταστικό.
Συνήθως λέμε ότι η φαντασία είναι δυνατή, την χρησιμοποιούμε για να ζούμε
σε μια ζωή καλύτερη από αυτή που έχουμε.
Μα πολύ εύκολα μπορεί να γίνει και το αντίθετο.
Αν σκεφτόμαστε συνέχεια αυτά που δεν έχουμε ή θέλουμε να αποκτήσουμε
τότε ζούμε σε ένα κόσμο πιο δυστυχισμένο από τον υπαρκτό.

Αυτές οι σκέψεις με κατέκλυζαν και μου προκάλεσαν πονοκέφαλο.
Ξάπλωσα για λίγο.
Έκλεισα τα φώτα. Δεν άναψα καν το φωτιστικό από τα μαγικά μου ραβδάκια.
Απόλυτο σκοτάδι.
Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ηρεμήσω.
Άφησα τη σκέψη να ταξιδέψει.

Η Σκέψη είχε κέφια για ταξίδια απόψε.
Έβαλε τα καλά της, έπιασε ψηλά τα μαλλιά της
και πήγε ταξίδι στο κέντρο της Ευρώπης.
Σε ένα μεγαλοπρεπές πύργο.
Μια βασίλισσα κεντούσε τα προικιά της
κι ένα βασιλόπουλο με κατάλευκο άλογο την χαιρέτησε και χόρεψε βαλς μαζί της
στην αίθουσα του θρόνου.

Και μετά η Σκέψη πήγε σε ένα ναό.
Γινότανε γάμος μα κανείς δεν το ήξερε.
Οι άνθρωποι προσεύχονταν μονάχα μα εκείνη είχε ντυθεί στα κατάλευκα.

Η Σκέψη δεν ήθελε να νιώθει μοναξιά.
Κι ερωτεύτηκε την Καρδιά.

Έσμιξε το κόκκινο με το λευκό της και η καινούργια καρδιά έγινε ροζ.
Απαλή.
Σαν χάδι.
Σαν βελούδινο μαξιλαράκι σε κούνια νεογέννητου μωρού.

Ένα χελιδόνι μπήκε στην κάμαρα και πήρε την νέα καρδιά μαζί του.
Ένα μαύρο-άσπρο χελιδόνι.
Πήρε την καρδιά μακριά. Στη θάλασσα.
Την άφησε να πέσει από ψηλά στα χέρια ενός ψαρά
Μια τούφα ροζ έμεινε στο μέτωπό του χελιδονιού.

Ο ψαράς πήρε την καρδιά και την έβαλε για δόλωμα στα ψάρια.
Την πέταξε στα βαθιά νερά κι αυτή πήρε το μπλε της θάλασσας
κι έγινε τώρα βιολετιά.

Γέμισε ο βυθός με κοράλια και λουλούδια μαγεμένα.
Βούλιαξε κι ο ψαράς μιας και είχε πια τα μυαλά χαμένα.
Γνώρισε τον έρωτα και χάθηκε βαθιά,
μέσα στο σκούρο τον βυθό που φως πια δεν φτάνει.
Μόνο ο έρωτας και η λησμονιά αντέχουνε τόσο βαθιά.

Ξέφυγε και πάλι η καρδιά.
Το μαύρο δεν το αντέχει.
Ξεγύμνωσε το χρώμα της κι έγινε διάφανη.
Νερό και πάλι.

Το κορίτσι την λαχταρά ακόμα.
Την περιμένει.
Στο δάκρυ σου το δειλινό.
Το φιλί το δροσερό.
Στον ιδρώτα που κυλάει στο λαιμό του.
Σε ένα χάδι υγρό.
Στον ύπνο μου ένα βράδυ.